- τρομικῶς
- τρομικόςtremblingadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρομικός — ή, όν, Α [τρόμος] αυτός που τρέμει, τρομώδης. επίρρ... τρομικῶς Α σε τρομώδη κατάσταση, με ταχεία παλμική κίνηση … Dictionary of Greek